- ἀθήρη
- ἀθήρηfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθηρῶν — ἀθήρη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήραις — ἀθήρη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρης — ἀθήρη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρα — ἀθήρᾱ , ἀθήρη fem nom/voc/acc dual ἀθήρᾱ , ἀθήρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρας — ἀθήρᾱς , ἀθήρη fem acc pl ἀθήρᾱς , ἀθήρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] … Dictionary of Greek
αθήρα — ἀθήρα και ἀθήρη, η (Μ) η αθάρα* … Dictionary of Greek
αθήρωμα — Κίτρινη λιπώδης πλάκα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του έσω χιτώνα των αρτηριών και προκαλεί τη νόσο που λέγεται αθηρωματοσκλήρυνση ή αρτηριοσκλήρωση. * * * ἀθήρωμα, το (Α) Ιατρ. παθολογική άθροιση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα τών αρτηριών.… … Dictionary of Greek
ἀθήραν — ἀθήρᾱν , ἀθήρη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρᾳ — ἀθήρᾱͅ , ἀθήρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)